χρωματικός

χρωματικός
χρωμᾰτ-ικός, ή, όν,
A of, relating to colour:—but only found,
II metaph., in Rhet., offering a colourable pretext (χρῶμα IV.4), τὸ χ., as name of a form of rebuttal, Aps.p.273H. (v.l. χρωμάτιον).
2 in Music, chromatic (cf. χρῶμα IV. 3),

μελῳδία D.H.Comp.19

; μέλος, opp. διάτονον, ἐναρμόνιον, Alciphr.1.18
, cf. Aristox(?).Oxy.667.1; τὸ -κὸν [γένος] the chromatic genus, Plu.2.744c, cf. Phld.Mus.p.63K., Ph.1.321.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χρωματικός — ή, ό / χρωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [χρῶμα, ατος] 1. (για ύφος λόγου) στολισμένος, διανθισμένος 2. μουσ. αυτός που έχει συντεθεί έτσι ώστε να αποκτά χρώμα η μελωδία νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα χρώματα («χρωματικός συνδυασμός») 2. το… …   Dictionary of Greek

  • χρωματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρώμα. 2. το θηλ. ως ουσ., χρωματική το μέρος της ζωγραφικής τέχνης το σχετικό με τη χρήση των χρωμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρωματικά — χρωματικός of neut nom/voc/acc pl χρωματικά̱ , χρωματικός of fem nom/voc/acc dual χρωματικά̱ , χρωματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωματικῶν — χρωματικός of fem gen pl χρωματικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωματικόν — χρωματικός of masc acc sg χρωματικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωματικαί — χρωματικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωματικοῖς — χρωματικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωματικοί — χρωματικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωματικοῦ — χρωματικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωματικῆς — χρωματικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωματικῇ — χρωματικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”